Στη γη της αιωνιας θλιψης - Κριτικη Αλεξανδρος Δαμουλιανος

 https://www.envivlio.com/krk103?fbclid=IwAR2nzp7C_t7Ba-VHdUB7o9xWzX_T9UkkCIX8IXGfomeCCf_Lw1uXgVh26c4

 

 «Καλά, πού το ανακάλυψες αυτό;» με ρώτησε εντυπωσιασμένη η Αλίκη μόλις επιτέλους κατάφερα να παραβιάσω την ατσάλινη πόρτα που μας χώριζε από προμήθειες αρκετών μηνών». Το ταξίδι μέσα στο ταξίδι διαρκεί αιώνες ανθρωπιάς τέλειας κα ατελούς μαζί, οι οποίοι για να διασχίσουν τα πέρατα του είναι τους χρειάζεται να δουλεύει τα σωθικά τους μια ψυχή, από έναν επουράνιο και συγχρόνως κολασμένο δημιουργό, μια καθολική επιθυμία στο τετράγωνο όμως, ζωή για περισσότερη ζωή, για να αυτοκαταργήσει τα σύνορά της και να αναγκάσει ακόμα και τον θάνατο να ενταχθεί ειλικρινώς στην επικράτειά της. Τέτοια ταξίδια στον ψυχισμό της ύλης και στην ύλη του ψυχισμού, ανανεώνουν και ανανεώνονται φθειρόμενα και φθείροντας, ωστόσο, η Λογοτεχνία γιγνώσκοντας εμπειρικώς τη ζωοφόρα αυτή φθορά, είναι η μόνη οντότητα που δύναται να μετουσιωθεί σ’ αυτά και να κατανοήσει τη φύση αλλά και τον σκοπό τους, γι’ αυτό ακριβώς αφυπνίζει Πένες σαν του Κύριου Γιάννη Κυζιρόπουλου. «Ήταν περίπου στα χρόνια μου, είκοσι τρία στα είκοσι τέσσερα, κι έτσι η άγουρη θηλυκότητά της την έκανε να μοιάζει περισσότερο με κοριτσάκι παρά με γυναίκα».

Στο, Καφκικής γενεάς και υπαρξιακού στόχου, μυθιστόρημα «ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΘΛΙΨΗΣ», από τις Εκδόσεις Πνοή, ο χρόνος απαρνιέται, το σώμα που του υποδεικνύει να γερνά ό,τι πονά και αυτά τα οποία αυτοξεχνιούνται, κάπου στη διχασμένη ειρήνη ανάμεσα στη συνείδηση και τον πιο αληθινό της εαυτό, το ασυνείδητο, ως αυτοποινή για όσα δεν τόλμησαν να σκεφτούν, επαναστατεί έναντι του προορισμού του, δηλαδή το τέλος των πάντων, αποδέχεται το δικό του και στο πρώτο του ξημέρωμα στην απόλυτη θνητότητα περπατά ως μικρό παιδί πλάι στην ακρογιαλιά εκείνη που ουδέποτε ενθυμείτο κρατώντας το χέρι του παρελθόντος του. «Καθώς απομακρυνόμουν, άκουσα τον Γιώργο να μουγκρίζει κάτι ζοχαδιασμένος».
Σκόνη η αθανασία, που τη φυσούν τα θνητά συναισθήματα και σκορπίζεται στην απεραντοσύνη του εγωισμού του κόσμου να παραδεχτεί πόσο ανάγκη έχει να νιώθει αθώος. Αντίκρυ στην θάλασσα των εαυτών μας, όλα επανακρινόμενα, όλα συνένοχα του φωτός, και όλα ερωτευμένα με τον τρόπο που γεννιέται ένα αύριο πρωτίστως εντός μας. «Εκτόξευσα τη λεπίδα προς το μέρος του για να τον καθυστερήσω, κι άρχισα να τρέχω προς τη χαραμάδα φωτός στο βάθος της αποθήκης, δίχως να χάσω στιγμή για να δω αν πέτυχα τον στόχο μου».

Το εν λόγω ανάγνωσμα μάς υπενθυμίζει τον λόγο που η Λογοτεχνία είναι το κυρίαρχο ον των Τεχνών μα και της ανθρώπινης φύσεως. Συγχαρητήρια και καλοτάξιδο κύριε Γιάννη Κυζιρόπουλε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις